ανατάσσω

ανατάσσω
(Α ἀνατάσσω και -ττω)
εκτελώ ανάταξη, τοποθετώ κάτι πάλι στη θέση του, στην αρχική του τάξη
αρχ.
1. επαναλαμβάνω, διεξέρχομαι πάλι
2. ανακαλώ παλαιότερο θέσπισμα, μεταρρυθμίζω
3. συνθέτω, συντάσσω, συγγράφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανατάσσω — αξα, άχθηκα, αγμένος, ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση του: Ο ορθοπεδικός βρήκε ότι το κάταγμά μου πρέπει να αναταχθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνατασσόμενον — ἀνατάσσω countermand pres part mp masc acc sg ἀνατάσσω countermand pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατάξαι — ἀνατάσσω countermand aor inf act ἀνατάξαῑ , ἀνατάσσω countermand aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατάσσει — ἀνατάσσω countermand pres ind mp 2nd sg ἀνατάσσω countermand pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατάττει — ἀνατάσσω countermand pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνατάσσω countermand pres ind act 3rd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναταξάμενος — ἀνατάσσω countermand aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναταττόμενος — ἀνατάσσω countermand pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατάξασθαι — ἀνατάσσω countermand aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατάσσεται — ἀνατάσσω countermand pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατάσσομαι — ἀνατάσσω countermand pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”